Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νηδύς οἱ νηδύες
      γενική τοῦ νηδύος τῶν νηδύων
      δοτική τῷ νηδύῐ̈ τοῖς νηδύσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν νηδύν τοὺς νηδῦς
     κλητική ! νηδύ νηδύες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νηδύε
γεν-δοτ τοῖν  νηδύοιν
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηδύς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νηδύς, -ύος θηλυκό

  1. (ανατομία) στομάχι, κοιλιά, γαστέρα
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 487
    τὸν τόθ᾽ ἑλὼν χείρεσσιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
    Στα χέρια του τον πήρε τότε ο Κρόνος και τον έριξε μες στην κοιλιά του,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 757 (755-757)
    οὐ γάρ τι φωνεῖ παῖς ἔτ᾽ ὢν ἐν σπαργάνοις, | εἰ λιμός, ἢ δίψη τις, ἢ λιψουρία | ἔχει· νέα δὲ νηδὺς αὐτάρκης τέκνων.
    το βρέφος δε μιλά για να σου πει αν έχει | ή πείνα ή δίψα ή άλλη προς νερού του ανάγκη, | μα μόνη της δουλεύεται η κοιλιά του βρέφου.
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 2, @scaife.perseus
    Πίνει γὰρ ὥνθρωπος τὸ μὲν πολλὸν ἐς νηδύν· ὁ γὰρ στόμαχος ὁκοῖον χῶνος, καὶ ἐκδέχεται τὸ πλῆθος καὶ ἅσσα προσαιρόμεθα·
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 47.3
    ἐπεὰν θύσῃ, τὴν οὐρὴν ἄκρην καὶ τὸν σπλῆνα καὶ τὸν ἐπίπλοον συνθεὶς ὁμοῦ κατ᾽ ὦν ἐκάλυψε πάσῃ τοῦ κτήνεος τῇ πιμελῇ τῇ περὶ τὴν νηδὺν γινομένῃ καὶ ἔπειτα καταγίζει πυρί·
    αφού θυσιάσουν το ζώο, σκεπάζουν την άκρη της ουράς, τη σπλήνα και τη μπόλια, όλα μαζί, με το λίπος που υπάρχει γύρω στην κοιλιά του, και ύστερα τα καίνε στη φωτιά·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (ανατομία) έντερα
  3. (ανατομία) μήτρα
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 460 (459-460)
    καὶ τοὺς μὲν κατέπινε μέγας Κρόνος, ὥς τις ἕκαστος | νηδύος ἐξ ἱερῆς μητρὸς πρὸς γούναθ᾽ ἵκοιτο,
    Κι αυτούς ο μέγας Κρόνος τούς κατάπινε, όπως καθένας τους | από την ιερή της μάνας τους κοιλιά στα γόνατα κατέβαινε,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 158
    νηδὺς δ᾽ ἀκύμων διὰ σέ μοι διόλλυται·
    κι εσύ ᾽σαι η αιτία που άκαρπα μένουν τα σπλάχνα μου.
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  4. (μεταφορικά) κοιλότητα ενός αντικειμένου
    ※  2ος πκε αιώνας Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Ἀλεξιφάρμακα, στ. 272 @scaife.perseus
    ῥεῖα δὲ νάρθηκος νεάτην ἐξαίνυσο νηδὺν,

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία