Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφραλγικός η νεφραλγική το νεφραλγικό
      γενική του νεφραλγικού της νεφραλγικής του νεφραλγικού
    αιτιατική τον νεφραλγικό τη νεφραλγική το νεφραλγικό
     κλητική νεφραλγικέ νεφραλγική νεφραλγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφραλγικοί οι νεφραλγικές τα νεφραλγικά
      γενική των νεφραλγικών των νεφραλγικών των νεφραλγικών
    αιτιατική τους νεφραλγικούς τις νεφραλγικές τα νεφραλγικά
     κλητική νεφραλγικοί νεφραλγικές νεφραλγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφραλγικός < νεφραλγ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

νεφραλγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία