νεφραλγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφραλγία (μαρτυρείται από το 1897)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφραλγία θηλυκό
- πόνος εντοπισμένος στα νεφρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφραλγία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου