νεφοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφοσκοπικός < νεφοσκόπιο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
νεφοσκοπικός, -ή, -ό
- (μετεωρολογία) ο σχετικός με νεφοσκόπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφοσκοπικός
|
νεφοσκοπικός, -ή, -ό
|