Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεφοσκοπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεφοσκοπικ
ός
η
νεφοσκοπικ
ή
το
νεφοσκοπικ
ό
γενική
του
νεφοσκοπικ
ού
της
νεφοσκοπικ
ής
του
νεφοσκοπικ
ού
αιτιατική
τον
νεφοσκοπικ
ό
τη
νεφοσκοπικ
ή
το
νεφοσκοπικ
ό
κλητική
νεφοσκοπικ
έ
νεφοσκοπικ
ή
νεφοσκοπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεφοσκοπικ
οί
οι
νεφοσκοπικ
ές
τα
νεφοσκοπικ
ά
γενική
των
νεφοσκοπικ
ών
των
νεφοσκοπικ
ών
των
νεφοσκοπικ
ών
αιτιατική
τους
νεφοσκοπικ
ούς
τις
νεφοσκοπικ
ές
τα
νεφοσκοπικ
ά
κλητική
νεφοσκοπικ
οί
νεφοσκοπικ
ές
νεφοσκοπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεφοσκοπικός
<
νεφοσκόπιο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
νεφοσκοπικός, -ή, -ό
(
μετεωρολογία
) ο σχετικός με νεφοσκόπιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεφοσκοπικός