νεφοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεφοσκόπιο | τα | νεφοσκόπια |
γενική | του | νεφοσκόπιου & νεφοσκοπίου |
των | νεφοσκόπιων & νεφοσκοπίων |
αιτιατική | το | νεφοσκόπιο | τα | νεφοσκόπια |
κλητική | νεφοσκόπιο | νεφοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφοσκόπιο ουδέτερο
- ειδικό μετεωρολογικό όργανο με το οποίο γίνονται ειδικές παρατηρήσεις στα σύννεφα
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφοσκόπιο
|