Δείτε επίσης: νεφελομετρικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφομετρικός η νεφομετρική το νεφομετρικό
      γενική του νεφομετρικού της νεφομετρικής του νεφομετρικού
    αιτιατική τον νεφομετρικό τη νεφομετρική το νεφομετρικό
     κλητική νεφομετρικέ νεφομετρική νεφομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφομετρικοί οι νεφομετρικές τα νεφομετρικά
      γενική των νεφομετρικών των νεφομετρικών των νεφομετρικών
    αιτιατική τους νεφομετρικούς τις νεφομετρικές τα νεφομετρικά
     κλητική νεφομετρικοί νεφομετρικές νεφομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεφομετρικός < νεφομετρία + -ικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεφομετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: νεφομετρία
  • νεφομετρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)