νευροωτολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροωτολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurotology < αρχαία ελληνική νεῦρον + οὖς + λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροωτολογία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της κλινικής ιατρικής που ασχολείται με νευρολογικές διαταραχές του αφτιού και της ακοής
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Neurotology στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροωτολογία