νευροληπτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροληπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροληπτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροληπτικό ουδέτερο
- (φαρμακευτική, ιατρική) → δείτε τη λέξη νευροληπτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροληπτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανευροληπτικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του νευροληπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νευροληπτικός