Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νευροληπτικά
      γενική των νευροληπτικών
    αιτιατική τα νευροληπτικά
     κλητική νευροληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροληπτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροληπτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροληπτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νευροληπτικά