νευροβλάστωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροβλάστωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuroblastoma < αρχαία ελληνική νεῦρον + βλαστός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νευροβλάστωμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- νευροβλάστη
- → δείτε τις λέξεις νεύρο και βλαστός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- neuroblastoma στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροβλάστωμα