Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευροβλάστωμα τα νευροβλαστώματα
      γενική του νευροβλαστώματος των νευροβλαστωμάτων
    αιτιατική το νευροβλάστωμα τα νευροβλαστώματα
     κλητική νευροβλάστωμα νευροβλαστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροβλάστωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuroblastoma < αρχαία ελληνική νεῦρον + βλαστός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροβλάστωμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία