Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νερουλάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νερουλ
άς
οι
νερουλ
άδες
γενική
του
νερουλ
ά
των
νερουλ
άδων
αιτιατική
τον
νερουλ
ά
τους
νερουλ
άδες
κλητική
νερουλ
ά
νερουλ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νερουλάς
<
νερό
+
-ουλάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νερουλάς
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
πλανόδιος
πωλητής
νερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νερουλάς
αγγλικά
:
water seller
γαλλικά
:
vendeur
(fr)
d'
eau
(fr)
,
τουρκικά
:
sucu
(tr)