Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεπαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεπαλικ
ός
η
νεπαλικ
ή
το
νεπαλικ
ό
γενική
του
νεπαλικ
ού
της
νεπαλικ
ής
του
νεπαλικ
ού
αιτιατική
τον
νεπαλικ
ό
τη
νεπαλικ
ή
το
νεπαλικ
ό
κλητική
νεπαλικ
έ
νεπαλικ
ή
νεπαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεπαλικ
οί
οι
νεπαλικ
ές
τα
νεπαλικ
ά
γενική
των
νεπαλικ
ών
των
νεπαλικ
ών
των
νεπαλικ
ών
αιτιατική
τους
νεπαλικ
ούς
τις
νεπαλικ
ές
τα
νεπαλικ
ά
κλητική
νεπαλικ
οί
νεπαλικ
ές
νεπαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεπαλικός
<
Νεπάλ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
νεπαλικός, -ή, -ό
,
ο σχετικός με το
Νεπάλ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεπαλικός