↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεορομαντισμός οι νεορομαντισμοί
      γενική του νεορομαντισμού των νεορομαντισμών
    αιτιατική τον νεορομαντισμό τους νεορομαντισμούς
     κλητική νεορομαντισμέ νεορομαντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεορομαντισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neoromanticism. Αναλύεται σε νεο- + ρομαντ- + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεορομαντισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία