νεομαρξισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεομαρξισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική neo-Marxism (< νεο- + μαρξισμός) < γερμανική Neomarxismus• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεομαρξισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) σύστημα σκέψης που βασίζεται στο συνδυασμό του κλασικού μαρξισμού με στοιχεία από άλλες θεωρήσεις όπως η βεμπεριανή[1] κοινωνιολογία, η ψυχανάλυση, ο υπαρξισμός
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεομαρξισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Bλ. Μαξ Βέμπερ (1864–1920) στη Βικιπαίδεια .