↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοκαπιταλισμός οι νεοκαπιταλισμοί
      γενική του νεοκαπιταλισμού των νεοκαπιταλισμών
    αιτιατική τον νεοκαπιταλισμό τους νεοκαπιταλισμούς
     κλητική νεοκαπιταλισμέ νεοκαπιταλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοκαπιταλισμός < νεο- + καπιταλισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική néocapitalisme (νόθο σύνθετο)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεοκαπιταλισμός αρσενικό

  • (πολιτική, οικονομία φάση του καπιταλισμού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με χαρακτηριστικά, τη διασπορά των μετοχών των επιχειρήσεων σε πολλούς μετόχους, την έμφαση στην τεχνολογία, και γενικότερα το συνδυασμό με άλλες οικονομικές θεωρίες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)