Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοκαπιταλιστικός η νεοκαπιταλιστική το νεοκαπιταλιστικό
      γενική του νεοκαπιταλιστικού της νεοκαπιταλιστικής του νεοκαπιταλιστικού
    αιτιατική τον νεοκαπιταλιστικό τη νεοκαπιταλιστική το νεοκαπιταλιστικό
     κλητική νεοκαπιταλιστικέ νεοκαπιταλιστική νεοκαπιταλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοκαπιταλιστικοί οι νεοκαπιταλιστικές τα νεοκαπιταλιστικά
      γενική των νεοκαπιταλιστικών των νεοκαπιταλιστικών των νεοκαπιταλιστικών
    αιτιατική τους νεοκαπιταλιστικούς τις νεοκαπιταλιστικές τα νεοκαπιταλιστικά
     κλητική νεοκαπιταλιστικοί νεοκαπιταλιστικές νεοκαπιταλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοκαπιταλιστικός < νεοκαπιταλισμός

  Επίθετο επεξεργασία

νεοκαπιταλιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία