νεοκαπιταλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοκαπιταλιστικός < νεοκαπιταλισμός
Επίθετο επεξεργασία
νεοκαπιταλιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον νεοκαπιταλισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοκαπιταλιστικός
|
νεοκαπιταλιστικός, -ή, -ό
|