↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοκαντιανισμός οι νεοκαντιανισμοί
      γενική του νεοκαντιανισμού των νεοκαντιανισμών
    αιτιατική τον νεοκαντιανισμό τους νεοκαντιανισμούς
     κλητική νεοκαντιανισμέ νεοκαντιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοκαντιανισμός < νεο- + καντιανισμός < καντιαν(ός) + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Neo-Kantianism[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεοκαντιανισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)