καντιανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καντιανισμός < καντιαν(ός) + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kantianismus[1] < Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντιανισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) το φιλοσοφικό σύστημα του Καντ
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καντιανισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)