νεοζηλανδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοζηλανδικός < Νεοζηλανδός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίανεοζηλανδικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Νέα Ζηλανδία και τους Νεοζηλανδούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοζηλανδικός
νεοζηλανδικός, -ή, -ό