↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοδίδακτος η νεοδίδακτη το νεοδίδακτο
      γενική του νεοδίδακτου της νεοδίδακτης του νεοδίδακτου
    αιτιατική τον νεοδίδακτο τη νεοδίδακτη το νεοδίδακτο
     κλητική νεοδίδακτε νεοδίδακτη νεοδίδακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοδίδακτοι οι νεοδίδακτες τα νεοδίδακτα
      γενική των νεοδίδακτων των νεοδίδακτων των νεοδίδακτων
    αιτιατική τους νεοδίδακτους τις νεοδίδακτες τα νεοδίδακτα
     κλητική νεοδίδακτοι νεοδίδακτες νεοδίδακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοδίδακτος < ελληνιστική κοινή νεοδίδακτος < αρχαία ελληνική νέος + διδάσκω

  Επίθετο

επεξεργασία

νεοδίδακτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία