Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεοδίδακτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεοδίδακτ
ος
η
νεοδίδακτ
η
το
νεοδίδακτ
ο
γενική
του
νεοδίδακτ
ου
της
νεοδίδακτ
ης
του
νεοδίδακτ
ου
αιτιατική
τον
νεοδίδακτ
ο
τη
νεοδίδακτ
η
το
νεοδίδακτ
ο
κλητική
νεοδίδακτ
ε
νεοδίδακτ
η
νεοδίδακτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεοδίδακτ
οι
οι
νεοδίδακτ
ες
τα
νεοδίδακτ
α
γενική
των
νεοδίδακτ
ων
των
νεοδίδακτ
ων
των
νεοδίδακτ
ων
αιτιατική
τους
νεοδίδακτ
ους
τις
νεοδίδακτ
ες
τα
νεοδίδακτ
α
κλητική
νεοδίδακτ
οι
νεοδίδακτ
ες
νεοδίδακτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεοδίδακτος
<
ελληνιστική κοινή
νεοδίδακτος
<
αρχαία ελληνική
νέος
+
διδάσκω
Επίθετο
επεξεργασία
νεοδίδακτος, -η, -ο
(
σπάνιο
) που
πρόσφατα
έχει
διδαχθεί
κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεοδίδακτος