νεοδίδακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοδίδακτος < ελληνιστική κοινή νεοδίδακτος < αρχαία ελληνική νέος + διδάσκω
Επίθετο επεξεργασία
νεοδίδακτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοδίδακτος
|
νεοδίδακτος, -η, -ο
|