Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νεογνολόγος οι νεογνολόγοι
      γενική του/της νεογνολόγου των νεογνολόγων
    αιτιατική τον/τη νεογνολόγο τους/τις νεογνολόγους
     κλητική νεογνολόγε νεογνολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεογνολόγος < νεογνολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεογνολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιατρική, επάγγελμα): παιδίατρος εξειδικευμένος στο νεογνό
  2. (βιοχημεία): βιοχημικός ερευνητής, συνηθέστερα φαρμακοβιομηχανιών, εξειδικευμένος στη βιοχημεία νεογνικής περιόδου.
  3. (στατιστική): στατιστικός ερευνητής επί θεμάτων νεογνικής περιόδου

  Μεταφράσεις επεξεργασία