Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεογνολογία οι νεογνολογίες
      γενική της νεογνολογίας των νεογνολογιών
    αιτιατική τη νεογνολογία τις νεογνολογίες
     κλητική νεογνολογία νεογνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεογνολογία < νεογνό + λέγω (-λογία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεογνολογία θηλυκό

  • (ιατρική): κλάδος της ιατρικής και ειδικότερα της παιδιατρικής που ασχολείται με τους φυσιολογικούς μηχανισμούς, τις παθήσεις και τα προβλήματα των νεογνών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία