νενομισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νενομισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίανενομισμένος
- (λόγιο) νόμιμος
- ※ δόθηκε στην Βουλή ο νενομισμένος όρκος από τους νέους Βουλευτές που εξελέγησαν (Ορκωμοσία της νέας Βουλής- Αρχιεπίσκοπος: Η Βουλή είναι η Κιβωτός της Δημοκρατίας, Dogma.gr, 17 Ιουλίου 2019 [1])
- ※ Για να διαπιστωθεί ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται σε αυτόν τον κατάλογο, πρέπει είτε να εισέλθει στην Δημοκρατία και να γίνει ο νενομισμένος έλεγχος (Από το 2018 ενημέρωσε η Αστυνομία ότι καταζητείται ο Τζο Λόου, ant1.com.cy, 07/11/2019, [2])
- ※ το νομοσχέδιο βρίσκεται σε τελικό στάδιο επεξεργασίας και σύντομα θα σταλούν απόψεις στο Υπουργείο ώστε να ετοιμαστεί το τελικό κείμενο και θα ακολουθήσει ο νενομισμένος νομοτεχνικός έλεγχος, η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και η αποστολή του νομοσχεδίου στη Βουλή για ψήφιση (Φρένο στο ανεξέλεγκτο φακέλωμα της Αστυνομίας , 27 Ιανουαρίου 2018, philenews.com, [3])
Μεταφράσεις
επεξεργασία νενομισμένος
|