νεκυάμβατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νεκυάμβατος | τὸ | νεκυάμβατον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νεκυαμβάτου | τοῦ | νεκυαμβάτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νεκυαμβάτῳ | τῷ | νεκυαμβάτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νεκυάμβατον | τὸ | νεκυάμβατον | ||
κλητική ὦ! | νεκυάμβατε | νεκυάμβατον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νεκυάμβατοι | τὰ | νεκυάμβατᾰ | ||
γενική | τῶν | νεκυαμβάτων | τῶν | νεκυαμβάτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νεκυαμβάτοις | τοῖς | νεκυαμβάτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νεκυαμβάτους | τὰ | νεκυάμβατᾰ | ||
κλητική ὦ! | νεκυάμβατοι | νεκυάμβατᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεκυαμβάτω | τὼ | νεκυαμβάτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεκυαμβάτοιν | τοῖν | νεκυαμβάτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεκυάμβατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίανεκυάμβατος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για τη βάρκα του Χάρωνα) στην οποία επιβιβάζονται οι νεκροί
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Φωκικά, Λοκρῶν Ὀζόλων, 10.28.2 @scaife.perseus
- ἔστι γὰρ δὴ ἐν τῇ Μινυάδι ἐς Θησέα ἔχοντα καὶ Πειρίθουν
ἔνθʼ ἤτοι νέα μὲν νεκυάμβατον, ἣν ὁ γεραιός
πορθμεὺς ἦγε Χάρων, οὐκ ἔλαβον ἔνδοθεν ὅρμου.
- ἔστι γὰρ δὴ ἐν τῇ Μινυάδι ἐς Θησέα ἔχοντα καὶ Πειρίθουν
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Φωκικά, Λοκρῶν Ὀζόλων, 10.28.2 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- νεκυάμβατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.