ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νεκυάμβατος τὸ νεκυάμβατον
      γενική τοῦ/τῆς νεκυαμβάτου τοῦ νεκυαμβάτου
      δοτική τῷ/τῇ νεκυαμβάτ τῷ νεκυαμβάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν νεκυάμβατον τὸ νεκυάμβατον
     κλητική ! νεκυάμβατε νεκυάμβατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νεκυάμβατοι τὰ νεκυάμβατ
      γενική τῶν νεκυαμβάτων τῶν νεκυαμβάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς νεκυαμβάτοις τοῖς νεκυαμβάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νεκυαμβάτους τὰ νεκυάμβατ
     κλητική ! νεκυάμβατοι νεκυάμβατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεκυαμβάτω τὼ νεκυαμβάτω
      γεν-δοτ τοῖν νεκυαμβάτοιν τοῖν νεκυαμβάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκυάμβατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

νεκυάμβατος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)