Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεαπολίτικος η νεαπολίτικη το νεαπολίτικο
      γενική του νεαπολίτικου της νεαπολίτικης του νεαπολίτικου
    αιτιατική τον νεαπολίτικο τη νεαπολίτικη το νεαπολίτικο
     κλητική νεαπολίτικε νεαπολίτικη νεαπολίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεαπολίτικοι οι νεαπολίτικες τα νεαπολίτικα
      γενική των νεαπολίτικων των νεαπολίτικων των νεαπολίτικων
    αιτιατική τους νεαπολίτικους τις νεαπολίτικες τα νεαπολίτικα
     κλητική νεαπολίτικοι νεαπολίτικες νεαπολίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεαπολίτικος < Νεαπολίτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.a.poˈli.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐α‐πο‐λί‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

νεαπολίτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τη Νεάπολη ή τους κατοίκους της

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία