ναχιγές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναχιγές | οι | ναχιγέδες |
γενική | του | ναχιγέ | των | ναχιγέδων |
αιτιατική | τον | ναχιγέ | τους | ναχιγέδες |
κλητική | ναχιγέ | ναχιγέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναχιγές αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) μικρή μονάδα επαρχιακής διοίκησης, υποδιαίρεση του καζά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ναχιγές στη Βικιπαίδεια