καζάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καζάς | οι | καζάδες |
γενική | του | καζά | των | καζάδων |
αιτιατική | τον | καζά | τους | καζάδες |
κλητική | καζά | καζάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαζάς αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) διοικητική διαίρεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρόμοια σε έκταση με το σημερινό νομό
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) ο μπελάς