ναυπηγοεπισκευή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαναυπηγοεπισκευή θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν να κάνουν με ναυπηγικές εργασίες ή / και εργασίες επισκευής πλοίων
- ※ Η δεύτερη ευκαιρία της ναυπηγοεπισκευής. Ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά για το μέλλον της ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα είναι αφενός τα στοιχεία από τις επιδόσεις των Ναυπηγείων Σύρου και της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του λιμανιού του Πειραιά και αφετέρου το επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται, ως αποτέλεσμα της συζήτησης, για τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας και του Σκαραμαγκά. (εφ. Καθημερινή, 30.09.2020)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυπηγοεπισκευή
|