νατουραλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νατουραλιστικός < νατουραλιστής
Επίθετο
επεξεργασίανατουραλιστικός -ή -ό
- ο σχετικός με το νατουραλισμό και τους νατουραλιστές, που ακολουθεί τις αρχές αυτού του κινήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νατουραλιστικός
|