νατουραλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νατουραλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική naturaliste[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανατουραλιστής αρσενικό
- ο συγγραφέας ή ζωγράφος που ακολουθεί το ρεύμα του νατουραλισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία νατουραλιστής
- ↑ νατουραλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας