Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νατουραλιστής οι νατουραλιστές
      γενική του νατουραλιστή των νατουραλιστών
    αιτιατική τον νατουραλιστή τους νατουραλιστές
     κλητική νατουραλιστή νατουραλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νατουραλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική naturaliste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νατουραλιστής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία