naturaliste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- naturaliste < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
naturaliste | naturalistes |
naturaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- φυσιοδίφης
- που ασχολείται με τη βιολογία, γεωλογία, ζωολογία, κ.α.
- ταριχευτής
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
naturaliste | naturalistes |
naturaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό