Ετυμολογία

επεξεργασία
naturaliste < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
naturaliste naturalistes

naturaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φυσιοδίφης
  2. που ασχολείται με τη βιολογία, γεωλογία, ζωολογία, κ.α.
  3. ταριχευτής
     συνώνυμα: empailleur, taxidermiste

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
naturaliste naturalistes

naturaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νατουραλιστής (ζωγράφος ή λογοτέχνης)
     αντώνυμα: réaliste