νατουραλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νατουραλισμός < γαλλική naturalisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
νατουραλισμός αρσενικό
- λογοτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα
- φυσιοκρατία χαρακτηρίζεται η θεωρία εκείνη που θέτει υπέρτατη δύναμη την αυθυπαρξία της Φύσης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νατουραλισμός