Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναξιώτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ναξιώτικ
ος
η
ναξιώτικ
η
το
ναξιώτικ
ο
γενική
του
ναξιώτικ
ου
της
ναξιώτικ
ης
του
ναξιώτικ
ου
αιτιατική
τον
ναξιώτικ
ο
τη
ναξιώτικ
η
το
ναξιώτικ
ο
κλητική
ναξιώτικ
ε
ναξιώτικ
η
ναξιώτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ναξιώτικ
οι
οι
ναξιώτικ
ες
τα
ναξιώτικ
α
γενική
των
ναξιώτικ
ων
των
ναξιώτικ
ων
των
ναξιώτικ
ων
αιτιατική
τους
ναξιώτικ
ους
τις
ναξιώτικ
ες
τα
ναξιώτικ
α
κλητική
ναξιώτικ
οι
ναξιώτικ
ες
ναξιώτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναξιώτικος
<
Ναξιώτης
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
ναξιώτικος, -η, -ο
που προέρχεται από τη
Νάξο
ή αναφέρεται σε αυτό το νησί και τους κατοίκους του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναξιώτικος