νανόφιδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νανόφιδο | τα | νανόφιδα |
γενική | του | νανόφιδου | των | νανόφιδων |
αιτιατική | το | νανόφιδο | τα | νανόφιδα |
κλητική | νανόφιδο | νανόφιδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανανόφιδο ουδέτερο
- (φίδι) είδος μικρού, μη δηλητηριώδους φιδιού (Eirenis modestus)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- νανόφιδο στη Βικιπαίδεια