Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νανόκοσμος οι νανόκοσμοι
      γενική του νανοκόσμου των νανοκόσμων
    αιτιατική τον νανόκοσμο τους νανοκόσμους
     κλητική νανόκοσμε νανόκοσμοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανόκοσμος < νανό- + κόσμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoworld

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /naˈno.ko.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νό‐κο‐σμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανόκοσμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr