νήπυστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νήπυστος | τὸ | νήπυστον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νηπύστου | τοῦ | νηπύστου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νηπύστῳ | τῷ | νηπύστῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νήπυστον | τὸ | νήπυστον | ||
κλητική ὦ! | νήπυστε | νήπυστον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νήπυστοι | τὰ | νήπυστᾰ | ||
γενική | τῶν | νηπύστων | τῶν | νηπύστων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νηπύστοις | τοῖς | νηπύστοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νηπύστους | τὰ | νήπυστᾰ | ||
κλητική ὦ! | νήπυστοι | νήπυστᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νηπύστω | τὼ | νηπύστω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νηπύστοιν | τοῖν | νηπύστοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νήπυστος < αρχαία ελληνική νη- + πυνθάνομαι
Επίθετο
επεξεργασίανήπυστος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που δεν έχει ακουστεί κάτι γι’ αυτόν, άγνωστος, αγνοούμενος
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- νήπυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.