μύωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύωση | οι | μυώσεις |
γενική | της | μύωσης* | των | μυώσεων |
αιτιατική | τη | μύωση | τις | μυώσεις |
κλητική | μύωση | μυώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μύωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myosis / miosis < αρχαία ελληνική μύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μύωση θηλυκό