μυτιλοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυτιλοτροφείο < μυτίλος + -ο- + -τροφείο < ελληνιστική κοινή μυτίλος + αρχαία ελληνική τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυτιλοτροφείο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυτιλοτροφείο
|
μυτιλοτροφείο ουδέτερο
|