μυτίλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μυτίλος | οι | μυτίλοι |
γενική | του | μυτίλου | των | μυτίλων |
αιτιατική | τον | μυτίλο | τους | μυτίλους |
κλητική | μυτίλε | μυτίλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυτίλος < ελληνιστική κοινή μυτίλος < αρχαία ελληνική μῦς
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυτίλος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- μυτιλοτροφείο
- μυτιλοτροφία
- μυτιλοτοξίνη
- → δείτε τη λέξη μυς
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυτίλος
|