μυτιλοτοξίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυτιλοτοξίνη < μυτίλος + -ο- + τοξίνη < ελληνιστική κοινή μυτίλος + αρχαία ελληνική τόξον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυτιλοτοξίνη θηλυκό
- τοξίνη που εκκρίνεται από μυτίλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυτιλοτοξίνη
|