Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυρτοειδής η μυρτοειδής το μυρτοειδές
      γενική του μυρτοειδούς* της μυρτοειδούς του μυρτοειδούς
    αιτιατική τον μυρτοειδή τη μυρτοειδή το μυρτοειδές
     κλητική μυρτοειδή(ς) μυρτοειδής μυρτοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυρτοειδείς οι μυρτοειδείς τα μυρτοειδή
      γενική των μυρτοειδών των μυρτοειδών των μυρτοειδών
    αιτιατική τους μυρτοειδείς τις μυρτοειδείς τα μυρτοειδή
     κλητική μυρτοειδείς μυρτοειδείς μυρτοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυρτοειδής < μύρτο + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

μυρτοειδής, -ής, -ές

  • που μοιάζει με μύρτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία