μυρμηκικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυρμηκικός < μύρμηξ
Επίθετο
επεξεργασίαμυρμηκικός, -ή, -ό (και μυρμηγκικός)
- σχετικός με το μυρμήγκι
- μυρμηκικό οξύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυρμηκικός
|
μυρμηκικός, -ή, -ό (και μυρμηγκικός)
|