Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυρμηγκικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυρμηγκικ
ός
η
μυρμηγκικ
ή
το
μυρμηγκικ
ό
γενική
του
μυρμηγκικ
ού
της
μυρμηγκικ
ής
του
μυρμηγκικ
ού
αιτιατική
τον
μυρμηγκικ
ό
τη
μυρμηγκικ
ή
το
μυρμηγκικ
ό
κλητική
μυρμηγκικ
έ
μυρμηγκικ
ή
μυρμηγκικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυρμηγκικ
οί
οι
μυρμηγκικ
ές
τα
μυρμηγκικ
ά
γενική
των
μυρμηγκικ
ών
των
μυρμηγκικ
ών
των
μυρμηγκικ
ών
αιτιατική
τους
μυρμηγκικ
ούς
τις
μυρμηγκικ
ές
τα
μυρμηγκικ
ά
κλητική
μυρμηγκικ
οί
μυρμηγκικ
ές
μυρμηγκικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυρμηγκικός
<
μύρμηξ
Επίθετο
επεξεργασία
μυρμηγκικός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
μυρμηκικός