μυριόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μυριόσχημος | τὸ | μυριόσχημον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μυριοσχήμου | τοῦ | μυριοσχήμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μυριοσχήμῳ | τῷ | μυριοσχήμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μυριόσχημον | τὸ | μυριόσχημον | ||
κλητική ὦ! | μυριόσχημε | μυριόσχημον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μυριόσχημοι | τὰ | μυριόσχημα | ||
γενική | τῶν | μυριοσχήμων | τῶν | μυριοσχήμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μυριοσχήμοις | τοῖς | μυριοσχήμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μυριοσχήμους | τὰ | μυριόσχημα | ||
κλητική ὦ! | μυριόσχημοι | μυριόσχημα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ɾiˈo.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ρι‐ό‐σχη‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαμυριόσχημος, -ος, -ον
- (καθαρεύουσα) (σπάνιο) ο πολύμορφος
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 679, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου