καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μυριόσχημος τὸ μυριόσχημον
      γενική τοῦ/τῆς μυριοσχήμου τοῦ μυριοσχήμου
      δοτική τῷ/τῇ μυριοσχήμ τῷ μυριοσχήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μυριόσχημον τὸ μυριόσχημον
     κλητική ! μυριόσχημε μυριόσχημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μυριόσχημοι τὰ μυριόσχημα
      γενική τῶν μυριοσχήμων τῶν μυριοσχήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μυριοσχήμοις τοῖς μυριοσχήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μυριοσχήμους τὰ μυριόσχημα
     κλητική ! μυριόσχημοι μυριόσχημα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυριόσχημος < μύρι(ος) + -ό- + -σχημος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ɾiˈo.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐ρι‐ό‐σχη‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

μυριόσχημος, -ος, -ον