Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυούμεν
ος
η
μυούμεν
η
το
μυούμεν
ο
γενική
του
μυούμεν
ου
της
μυούμεν
ης
του
μυούμεν
ου
αιτιατική
τον
μυούμεν
ο
τη
μυούμεν
η
το
μυούμεν
ο
κλητική
μυούμεν
ε
μυούμεν
η
μυούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυούμεν
οι
οι
μυούμεν
ες
τα
μυούμεν
α
γενική
των
μυούμεν
ων
των
μυούμεν
ων
των
μυούμεν
ων
αιτιατική
τους
μυούμεν
ους
τις
μυούμεν
ες
τα
μυούμεν
α
κλητική
μυούμεν
οι
μυούμεν
ες
μυούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
παθητική
Μετοχή
του
μυώ
επεξεργασία
άτομο κατά την διαδικασία, χρονική περίοδο της
μύησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
μυούμενος ή φρεσκομυημένος
:
initiate
(en)
,
under induction
(en)
,
under blooding
(en)