μπουσουλιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουσουλιστός < μπουσουλίζω + -τός
Επίθετο
επεξεργασίαμπουσουλιστός
- που γίνεται με μπουσούλισμα, μπουσουλώντας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπουσουλιστός
|
μπουσουλιστός
|