Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουσουλίζω < μπουσ(ουλώ) + -ουλίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μπουσουλίζω

→ δείτε τη λέξη μπουσουλώ

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • μπουσουλίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)