-ουλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ουλίζω < αρχαία ελληνική -ύλλω + -ίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /uˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ου‐λί‐ζω
Επίθημα
επεξεργασία-ουλίζω
- (σπάνιο, προφορικό) επίθημα ρημάτων τα οποία σχηματίζονται από άλλο ρήμα τα οποία δηλώνουν πως μια ενέργεια γίνεται με ιδιαίτερο τρόπο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | -ουλίζω | -ούλιζα | θα -ουλίζω | να -ουλίζω | -ουλίζοντας | |
β' ενικ. | -ουλίζεις | -ούλιζες | θα -ουλίζεις | να -ουλίζεις | -ούλιζε | |
γ' ενικ. | -ουλίζει | -ούλιζε | θα -ουλίζει | να -ουλίζει | ||
α' πληθ. | -ουλίζουμε | -ουλίζαμε | θα -ουλίζουμε | να -ουλίζουμε | ||
β' πληθ. | -ουλίζετε | -ουλίζατε | θα -ουλίζετε | να -ουλίζετε | -ουλίζετε | |
γ' πληθ. | -ουλίζουν(ε) | -ούλιζαν -ουλίζαν(ε) |
θα -ουλίζουν(ε) | να -ουλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | -ούλισα | θα -ουλίσω | να -ουλίσω | -ουλίσει | ||
β' ενικ. | -ούλισες | θα -ουλίσεις | να -ουλίσεις | -ούλισε | ||
γ' ενικ. | -ούλισε | θα -ουλίσει | να -ουλίσει | |||
α' πληθ. | -ουλίσαμε | θα -ουλίσουμε | να -ουλίσουμε | |||
β' πληθ. | -ουλίσατε | θα -ουλίσετε | να -ουλίσετε | -ουλίστε | ||
γ' πληθ. | -ούλισαν -ουλίσαν(ε) |
θα -ουλίσουν(ε) | να -ουλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω -ουλίσει | είχα -ουλίσει | θα έχω -ουλίσει | να έχω -ουλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις -ουλίσει | είχες -ουλίσει | θα έχεις -ουλίσει | να έχεις -ουλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει -ουλίσει | είχε -ουλίσει | θα έχει -ουλίσει | να έχει -ουλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε -ουλίσει | είχαμε -ουλίσει | θα έχουμε -ουλίσει | να έχουμε -ουλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε -ουλίσει | είχατε -ουλίσει | θα έχετε -ουλίσει | να έχετε -ουλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν -ουλίσει | είχαν -ουλίσει | θα έχουν -ουλίσει | να έχουν -ουλίσει |
|
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ουλίζω" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ουλίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)