Ετυμολογία

επεξεργασία
μασουλίζω < μασ(ώ) + -ουλίζω

μασουλίζω

  • μασουλώ, μασάω (συνήθως ηχηρά και άκομψα)
    ※  Μυρίζει τὸ κομμένο χορτάρι, κοπάδια κανελιὲς μὲ ἄσπρες βοῦλες καλοζωισμένες ἀγελάδες σηκώνουν τὸ κεφάλι ὀκνὰ καὶ μασουλίζουν.
    Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία