μπουρναζιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουρναζιώτικος < Μπουρναζιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /buɾ.naˈzʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπουρ‐να‐ζιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
μπουρναζιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Μπουρνάζι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουρναζιώτικος
|